Το WordReference δεν έχει τη δυνατότητα να μεταφράσει αυτή τη φράση, μπορείτε όμως να κάνετε κλικ σε κάθε λέξη για να δείτε τη σημασία της:

mountain ebony


Η φράση που αναζητήσατε δεν βρέθηκε.
Η εγγραφή για τον όρο mountain παρατίθεται στη συνέχεια.

Δείτε επίσης: ebony
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
mountain n (natural elevation of land)βουνό ουσ ουδ
  (επίσημο)όρος ουσ ουδ
 The Alps are some of the most impressive mountains.
 Οι Άλπεις συγκαταλέγονται ανάμεσα στα πιο εντυπωσιακά βουνά.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Το καλοκαίρι θέλει να επισκεφτεί το Άγιο Όρος.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
mountain n figurative (large amount of [sth](μτφ, καθομιλουμένη)βουνό ουσ ουδ
 The agricultural policy created a surplus butter mountain.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Τα παιδιά έπαιζαν στον κήπο και λερώθηκαν και τώρα τα άπλυτα σχηματίζουν βουνό στο πάτωμα.
mountain n figurative, informal (heap of [sth](μεταφορικά, ανεπίσημο)βουνό ουσ ουδ
 The child complained when his mother gave him a mountain of peas.
 Το παιδί γκρίνιαξε, όταν η μητέρα του του έβαλε ένα βουνό αρακά.
mountain n as adj (of or relating to mountains)βουνίσιος επίθ
  ορεινός επίθ
  του βουνού περίφρ
 The tourists admired the mountain scenery.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
Bernese mountain dog n (Swiss dog breed)ορεινός σκύλος Βέρνης φρ ως ουσ αρσ
  (ράτσα)Μπερνίζ ουσ αρσ άκλ
cowberry,
lingonberry,
mountain cranberry,
lowbush cranberry
n
(creeping shrub)βακκίνιο ουσ ουδ
cowberry,
lingonberry,
mountain cranberry
n
(a red berry)βακκίνιο ουσ ουδ
king of the mountain n figurative (person: best at [sth])ο καλύτερος, ο κορυφαίος άρθ ορ + επίθ
  (μεταφορικά)ο βασιλιάς του έκφρ
 Steve has worked long and hard to be king of the mountain.
make a mountain out of a molehill v expr figurative (exaggerate a trivial problem) (μεταφορικά)κάνω την τρίχα τριχιά έκφρ
  (καθομιλουμένη: με κινήσεις χεριών)κάνω το τόσο τόσο έκφρ
Mountain Ash,
mountain ash
n
(variety of tree) (βοτανική)σόρβος των πτηνών, σόρβος των ορνιθοθηρών έκφρ
  (λόγιο: βοτανική)όα των ορνιθοθηρών, όη των ορνιθοθηρών, ούη των ορνιθοθηρών έκφρ
Σχόλιο: Πρόκειται για εξωτικό είδος δέντρου, γνωστό για την εξαιρετική ποιότητα ξύλου του καθώς και για τον κόκκινο καρπό του, ο οποίος χρησιμοποιείται ως δόλωμα για την αιχμαλώτιση πουλιών.
 Mountain Ash is a beautiful tree with its red berries but it makes a mess on the pavement.
 Η σόρβος των πτηνών είναι ένα όμορφο δέντρο με κόκκινους σαρκώδεις καρπούς, αλλά λερώνει το πεζοδρόμιο.
mountain bike n (dirt bike, off-road cycle)ποδήλατο για χρήση εκτός δρόμου ουσ ουδ
 The wheels of a mountain bike have wide rims for better grip.
mountain biking n (activity: riding mountain bike)ορεινή ποδηλασία επίθ + ουσ θηλ
 This terrain is too muddy for mountain biking.
mountain boarding n (type of extreme skateboarding)mountain boarding ουσ ουδ άκλ
Σχόλιο: Είναι ξενικό.
mountain chain (geology)οροσειρά ουσ θηλ
mountain climber n ([sb] who scales mountains)ορειβάτης ουσ αρσ
mountain climbing n (mountaineering)ορειβασία ουσ θηλ
 Mont Blanc is one of the most popular destinations for mountain climbing.
mountain dew n (alcohol produced illegally; moonshine)παράνομο οινοπνευματώδες ποτό περίφρ
mountain goat n (animal) (επίσημο)Oreamnos americanus φρ ως ουσ ουδ
  (πιο γενικά)αγριοκάτσικο ουσ ουδ
mountain lion n (wild cat: puma, cougar)πάνθηρας ουσ αρσ
  κούγκαρ, πούμα ουσ ουδ άκλ
Σχόλιο: κούγκαρ, πούμα: ξενικό, άκλιτο
 At dusk, the mountain lion stalks its prey.
mountain pass n (route through a mountain range) (κυριολεκτικά)στενωπός ουσ θηλ
  (παλαιό)κλεισούρα ουσ θηλ
  (πιο γενικά)πέρασμα ανάμεσα σε βουνά φρ ως ουσ ουδ
mountain peak n (summit or tip of a mountain)βουνοκορφή ουσ θηλ
mountain range n (series or chain of mountains)οροσειρά ουσ θηλ
 The Andes are the longest mountain range in the world.
mountain sheep n invariable (wild sheep in mountainous area)αγριοκάτσικα ουσ ουδ πλ
mountain sickness n (illness caused by being at high altitude)ναυτία που προκαλεί το μεγάλο υψόμετρο ουσ θηλ
Mountain Standard Time n (7 hours behind Greenwich Mean Time) (ζώνη ώρας)τυπική ορεινή ώρα φρ ως ουσ θηλ
mountain stream n (brook in a hilly area)βουνίσιο ρυάκι επίθ + ουσ ουδ
  (πιο μεγάλο)βουνίσιο ποτάμι επίθ + ουσ ουδ
  (ξερό το καλοκαίρι)βουνίσιος χείμαρρος επίθ + ουσ αρσ
mountain system n (chain of mountain ranges)οροσειρά ουσ θηλ
  ορεινό σύστημα φρ ως ουσ ουδ
 The Alps are a relatively recent mountain system in south-central Europe.
Mountain Time n (time of mountain states in US)ζώνη ώρας Mountain Time
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
 Charles arrived in Denver a little after 11 o' clock Mountain Time.
mountaineering n (sport: climbing mountains)ορειβασία ουσ θηλ
  αλπινισμός ουσ αρσ
 Many of my friends enjoy mountaineering, but I'm more of a cyclist.
MST n initialism (Mountain Standard Time) (ζώνη ώρας)MST ουσ θηλ άκλ
Sugar Loaf Mountain,
Sugarloaf Mountain
n
(mountain in Rio de Janeiro)Πάο ντε Ασούκαρ ουσ ουδ άκλ
viscacha,
mountain viscacha
n
(Andean rodent)είδος τσιντσιλίδας της Νοτίου Αμερικής
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση mountain ebony στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «mountain ebony».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!